- διασπορεύς
- (-εως) ο1) тот, кто рассеивает, рассыпает; сеятель; 2) перен. распространитель (слухов и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασπορέας — ο (Α διασπορεύς, έως) διασκορπιστής … Dictionary of Greek
διασπορᾶς — διασπορά scattering fem gen sg (attic doric aeolic) διασπορεύς disperser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)